- επιτραγωδώ
- ἐπιτραγῳδῶ, -έω (Α)1. διηγούμαι κάτι με τραγικό τρόπο2. εξαίρω, εγκωμιάζω, μεγαλοποιώ, εξογκώνω («ἐπιτραγῳδεῑν τὰς τῶν Ἑλλήνων συμφοράς», Δίον. Αλ.)3. ολοφύρομαι, θρηνώ με τραγικό τρόπο4. προσθέτω κάτι σε μια τραγωδία5. μιλώ, δημηγορώ με περισσότερο πομπώδη τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τραγῳδώ (< τραγῳδός < τράγος + ωδή κατά το πρότυπο τού ραψῳδός)].
Dictionary of Greek. 2013.